ΑΝΟΙΞΗ


Άνοιξη που δεν μ’ αρέσεις, θέλω 

να πω για σένα πως στη γωνιά ενός δρόμου 

καθώς έστριβα, το προμήνυμά σου με πλήγωνε 

σα μια λεπίδα. Η λεπτή ακόμα σκιά 

των γυμνών κλαδιών στη γυμνή ακόμα 

γη μ’ αναστατώνει, λες και θα μου ήταν δυνατό 

κι έπρεπε 

να ξαναγεννηθώ. Ο τάφος 

μοιάζει αβέβαιος καθώς πλησιάζεις, πανάρχαιη 

άνοιξη, που περισσότερο από κάθε εποχή 

απάνθρωπα ανασταίνεις και σκοτώνεις. 


μετάφραση Κάρολος Τσίζεκ

Πηγή: 

Μαρία Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, εκδ. ΛΩΤΟΣ